Σκύρων — Σκύ̱ρων , Σκῦρος of fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
λιθοκονία — η μίγμα τσιμέντου, άμμου και σκύρων το οποίο χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία, το σκυρόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κονία (< κόνις). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
σκυρόστρωμα — και σκιρόστρωμα και σκιρρόστρωμα, ατος, το, Ν συμπυκνωμένο και κυλινδρωμένο στρώμα σκύρων που χρησιμεύει ως φέρουσα υποδομή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο* / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώμα (< στρώνω), πρβλ. οδό στρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης … Dictionary of Greek